Πλοκάμι στα ουκρανικά
Μετάφραση: πλοκάμι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
щупальце, щупальці, щупальця
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλοκάμι
πλοκάμι α ε θεσσαλονικη, πλοκάμι αγγλικά, πλοκάμι του καρχαρία, πλοκάμι του καρχαρία στίχοι, πλοκάμι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πλοκάμι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πλησιάζω στα ουκρανικά - підхід, вітайте, наближатися, наблизитись, доступ
- πλοίο στα ουκρανικά - вантажити, поставляти, осиний, судно, корабель, постачати
- πλοκή στα ουκρανικά - крутити, скручування, крутитися, шубовстання, розтягнення, ділянку, ділянка, ...
- πλούσια στα ουκρανικά - достаток, багатство, багатства, скарбу, скарби, пишний, пишне, ...
Τυχαίες λέξεις
Πλοκάμι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: щупальце, щупальці, щупальця
Μεταφράσεις: щупальце, щупальці, щупальця