Інакший στα ελληνικά

Μετάφραση: інакший, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαφορετικός, άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο
Інакший στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • авторство στα ελληνικά - πατρότητα, συγγραφή, του συντάκτη, πατρότητας, συντάκτη του, συντάκτη του εγγράφου
  • знаходження στα ελληνικά - κύρος, όρθιος, πόρισμα, εύρεση, διαπίστωση, εύρημα, διαπιστώσεως
  • касовий στα ελληνικά - χρήματα, εξαργυρώνω, μετρητά, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
  • конвеєр στα ελληνικά - ιμάντας, ζώνη, μεταφορέας, μεταφορέα, μεταφοράς, μεταφορική, μεταφορέως
Τυχαίες λέξεις
Інакший στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαφορετικός, άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο