Іноземець στα ελληνικά
Μετάφραση: іноземець, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλλοδαπός, εξωγήινος, ξένος, αλλοδαπού, αλλοδαπό, ξένων
Μεταφράσεις
- асортиментний στα ελληνικά - συλλογή, ποικιλία, κατάταξη, γκάμα, συλλογή ειδών αλληλογραφίας
- божественний στα ελληνικά - θεσπέσιος, θεϊκός, θείος, θεία, θεϊκή, θείας
- буріння στα ελληνικά - βαρετός, διαπεραστικός, βαρετό, βαρετή, βαρετά, τρυπώντας, βαρετές
- динаміт στα ελληνικά - δυναμίτης, δυναμίτιδα, δυναμίτη, δυναμίτιδας, δυναμίτες
Τυχαίες λέξεις
Іноземець στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλλοδαπός, εξωγήινος, ξένος, αλλοδαπού, αλλοδαπό, ξένων
Μεταφράσεις: αλλοδαπός, εξωγήινος, ξένος, αλλοδαπού, αλλοδαπό, ξένων