Ćwierkać στα ελληνικά
Μετάφραση: ćwierkać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φλυαρώ, τρίζω, τιτιβίζω, κρυφοκοιτάζω, τερετίζω, τιτίβισμα, Tweet, Στείλετε, τσιτσιρίζω, το tweet
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- członkostwo στα ελληνικά - ιδιότητα του μέλους, μέλη, μελών, των μελών, ένταξη
- dyskrecja στα ελληνικά - μυστικότητα, διακριτικότητα, περίσκεψη, διάκριση, εχεμύθεια, διακριτική ευχέρεια, εξουσία εκτιμήσεως, ...
- gramatyk στα ελληνικά - γραμματικός, γραμματικού, συντάκτης γραμματικής, Ο γραμματικός, γραμματικής
- inicjować στα ελληνικά - ξεκινώ, μυώ, εγκαινιάζω, κινήσει, κίνηση, κινεί, ξεκινήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Ćwierkać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φλυαρώ, τρίζω, τιτιβίζω, κρυφοκοιτάζω, τερετίζω, τιτίβισμα, Tweet, Στείλετε, τσιτσιρίζω, το tweet
Μεταφράσεις: φλυαρώ, τρίζω, τιτιβίζω, κρυφοκοιτάζω, τερετίζω, τιτίβισμα, Tweet, Στείλετε, τσιτσιρίζω, το tweet