Łańcuszek στα ελληνικά

Μετάφραση: łańcuszek, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καδένα, αλυσίδα, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο
Łańcuszek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezrękawnik στα ελληνικά - φανελάκι, φανέλα, γιλέκο, αμάνικο, χωρίς μανίκια, αμάνικα, μανίκια, ...
  • chlorowanie στα ελληνικά - χλωρίωση, χλωρίωσης, χλωριώσεως, η χλωρίωση, τη χλωρίωση
  • chyłomierz στα ελληνικά - κλινόμετρο, Κλισιοσκόπιο
  • cytat στα ελληνικά - παράθεση, μνημονεύω, παραθέτω, καθορίζω, χωρίο, παραπομπή, παραπομπή που, ...
Τυχαίες λέξεις
Łańcuszek στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καδένα, αλυσίδα, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο