Αλυσίδα στα πολωνικά

Μετάφραση: αλυσίδα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skuwać, łańcuch, ciąg, seria, sieć, skuć, kajdany, łańcuszek, łańcuchowy, łańcucha, łańcuchu, łańcuchem
Αλυσίδα στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλυσίδα

αλυσίδα φούρνων, αλυσίδα σπύρου, αλυσίδα αλυσοπρίονου, αλυσίδα σπύρου αρτοποιεια, αλυσίδα ελβιέλα, αλυσίδα λεξικό γλώσσας πολωνικά, αλυσίδα στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αλουμινόχαρτο στα πολωνικά - cynfolia, staniol, folia srebrna, srebrną folią
  • αλτρουιστής στα πολωνικά - altruista, altruistą, altruist
  • αλυσίδα στα πολωνικά - skuwać, łańcuch, ciąg, seria, sieć, skuć, kajdany, ...
  • αλφάβητο στα πολωνικά - alfabet, abecadło, alfabetyczny, alfabetu, alphabet
  • αλφαβητικός στα πολωνικά - alfabetyczny, literowy, abecadłowy, alfabetycznie, alfabetycznego
Τυχαίες λέξεις
Αλυσίδα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: skuwać, łańcuch, ciąg, seria, sieć, skuć, kajdany, łańcuszek, łańcuchowy, łańcucha, łańcuchu, łańcuchem