Łamliwy στα ελληνικά
Μετάφραση: łamliwy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύθραυστος, εύθραυστα, εύθραυστο, ψαθυρή, εύθρυπτο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dekolonizacja στα ελληνικά - αποαποικιοποίηση, αποαποικιοποίησης, κατάργηση του αποικιοκρατικού καθεστώτος, της αποαποικιοποίησης
- dołączyć στα ελληνικά - προσθέτω, συνενώνω, επισυνάπτω, συνορεύω, συνδέω, αποδέχομαι, συνέταιρος, ...
- geograf στα ελληνικά - γεωγράφος, γεωγράφο, γεωγράφου, του γεωγράφου, ο γεωγράφος
- interesowny στα ελληνικά - μισθοφορικός, μισθοφόρος, μισθοφορικών, μισθοφορικό, μισθοφόρου, μισθοφορικού
Τυχαίες λέξεις
Łamliwy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύθραυστος, εύθραυστα, εύθραυστο, ψαθυρή, εύθρυπτο
Μεταφράσεις: εύθραυστος, εύθραυστα, εύθραυστο, ψαθυρή, εύθρυπτο