Λέξη: σκόνη

Σχετικές λέξεις: σκόνη

σκόνη αραρούτι, σκόνη μαγνησίας, σκόνη - μαχαιρίτσας λαυρέντης, σκόνη πρωτεΐνης, σκόνη αδυνατίσματος, σκόνη πέτρες λάσπη, σκόνη δημουλά, σκόνη και θρύψαλα, σκόνη από αφρική, σκόνη γάλακτος

Συνώνυμα: σκόνη

βρωμιά, χώμα, ακαθαρσία, βρώμα, ρύπος, σκόνις, πούδρα, κονίς, πυρίτις, πυρίτιδα, μπαρούτι

Μεταφράσεις: σκόνη

σκόνη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dust, powder, dirt, powdered, powder is

σκόνη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desempolvar, polvo, el polvo, de polvo, polvo de, del polvo

σκόνη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
staub, abrieb, schutt, trümmer, Staub, Schutz, Staub-

σκόνη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
saupoudrer, épousseter, débris, abattis, poussière, housser, décombres, poudre, nettoyer, la poussière, poussières, de poussière, les poussières

σκόνη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
polvere, polveri, la polvere, di polvere, polvere di

σκόνη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pó, durante, poeiras, escombros, enquanto, ruínas, poeira, destroços, de poeira, de pó

σκόνη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afval, rommel, prullaria, puin, vuil, stof, rommelzooi, vuilnis, van stof, het stof, stof-, stoffen

σκόνη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мусор, пыль, щепотка, пылинка, развалины, стирать, запорошить, пылить, обметать, порох, напылить, обмести, клубы, труха, опыливать, пыли, пылью

σκόνη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
støv, støvet, av støv

σκόνη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stoft, damma, damm, dammet

σκόνη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
roiskia, pöly, romu, tomu, puru, roju, pulveri, roina, pölyä, pölyn, pölyltä, pölystä

σκόνη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
støv, støvet, af støv

σκόνη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oprašovat, poprášit, smýčit, prach, oprášit, vyprášit, prachu, prachem, prachový, proti prachu

σκόνη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
proch, posypać, kurzyć, ścierać, kurzawa, kurz, zapylenie, czyścić, miał, pylica, przetrzepać, pylić, odkurzanie, napylać, pył, zakurzyć, pyłu, kurzu

σκόνη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
steksz, por, port, a por, a port, portól

σκόνη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yıkıntı, döküntü, çöp, toz, tozu, tozun, toza

σκόνη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
щіпка, пил, курява, порошина, порох, пилюку, пилюка

σκόνη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pluhur, pluhuri, pluhurit, pluhurin, pluhuri i

σκόνη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прах, на прах, праха, пръст

σκόνη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пыл, асобай, вагаюцца, галінкі

σκόνη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pulber, tolm, tolmu, tolmust, tolmuga, puru

σκόνη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zaprašiti, prašine, isprašiti, prašina, očetkati, prašinu, prah, praha

σκόνη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ryk, ryki, ryks, rykið, moldin

σκόνη στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pulvis

σκόνη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skalda, griuvėsiai, dulkės, dulkių, dulkes, dulkėms

σκόνη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
drupas, būvgruži, gruveši, pīšļi, putekļi, putekļu, dekoratīvās, putekļiem, dekoratīvās disku

σκόνη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
правот, прашина, прав, прашината, на прашина

σκόνη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
praf, moloz, prafului, praful, de praf, praf de

σκόνη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prah, oprašit, prahu, prahom, za prah

σκόνη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prach, prachu, prášok

Στατιστικά δημοτικότητας: σκόνη

Τυχαίες λέξεις