Łatwo στα ελληνικά

Μετάφραση: łatwo, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύκολος, απλώς, απλά, άνετος, εύκολα, εύκολα να, εύκολη, εύκολα την, ευκολία
Łatwo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • barbarzyńca στα ελληνικά - βάρβαρος, βαρβαρικές, βαρβάρων, βαρβαρικών, βάρβαρο
  • charakteryzować στα ελληνικά - προσδιορίζω, χαρακτηρίζουν, χαρακτηρισμό, χαρακτηρίζει, χαρακτηρίσει, τον χαρακτηρισμό
  • chrystianizm στα ελληνικά - χριστιανισμός, Χριστιανισμού, Χριστιανισμό, ο Χριστιανισμός, τον Χριστιανισμό
  • gąbczastość στα ελληνικά - σπογγώδες, σπογγώδη υφή, υποχωρεί ελαστικά, μια σπογγώδης, σχετική σπογγώδη
Τυχαίες λέξεις
Łatwo στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύκολος, απλώς, απλά, άνετος, εύκολα, εύκολα να, εύκολη, εύκολα την, ευκολία