Łazienka στα ελληνικά
Μετάφραση: łazienka, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λουτρό, τουαλέτα, μπάνιο, μπάνιου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- archiwizowanie στα ελληνικά - Αρχείο, Archive, αρχειοθέτησης, το αρχείο, του αρχείου
- chaotycznie στα ελληνικά - αναποδογυρισμένου, άνω κάτω, ανάποδος, αναποδογυρισμένος, άρδην
- eksmitowanie στα ελληνικά - έξωση, έξωσης, εκδίωξη, εξώσεις, την έξωση
- generalny στα ελληνικά - στρατηγός, γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
Τυχαίες λέξεις
Łazienka στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λουτρό, τουαλέτα, μπάνιο, μπάνιου
Μεταφράσεις: λουτρό, τουαλέτα, μπάνιο, μπάνιου