Łom στα ελληνικά
Μετάφραση: łom, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κομματάκι, θραύσμα, λοστός, λοστό, μοχλό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- detronizować στα ελληνικά - εκθρονίζω, dethrone, καθαιρέση, εκθρονίσει, εκθρονίσει τον
- drobne στα ελληνικά - αλλάζω, μετατροπή, παραλλάζω, παραλλαγή, αλλαγή, μεταβολή, αλλαγής, ...
- fulmar στα ελληνικά - ΡιιΙγπ, Fulmar
- gont στα ελληνικά - βότσαλο, βότσαλα, με βότσαλα, βοτσάλων, ξυλοκεράμων
Τυχαίες λέξεις
Łom στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κομματάκι, θραύσμα, λοστός, λοστό, μοχλό
Μεταφράσεις: κομματάκι, θραύσμα, λοστός, λοστό, μοχλό