Ściśnięcie στα ελληνικά
Μετάφραση: ściśnięcie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπίεση, στριμώχνω, στύβω, βουτώ, ζουλώ, τσιμπώ, κλέβω, συμπίεσης, συμπιέσεως, με συμπίεση, τη συμπίεση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bankructwo στα ελληνικά - χρεοκοπημένος, αποτυχία, πτώχευση, πτώχευσης, την πτώχευση, χρεοκοπία, χρεοκοπίας
- bóg στα ελληνικά - θεός, θεό, θεού, ο Θεός, του Θεού
- determinować στα ελληνικά - κυβερνώ, ιθύνω, υπολογίζω, αποφασίζω, διέπω, προσδιορίζω, καθορίζω, ...
- dolina στα ελληνικά - λαγκάδα, χαράδρα, κοιλάδα, Valley, κοιλάδας, κοιλάδα του, πεδιάδα
Τυχαίες λέξεις
Ściśnięcie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπίεση, στριμώχνω, στύβω, βουτώ, ζουλώ, τσιμπώ, κλέβω, συμπίεσης, συμπιέσεως, με συμπίεση, τη συμπίεση
Μεταφράσεις: συμπίεση, στριμώχνω, στύβω, βουτώ, ζουλώ, τσιμπώ, κλέβω, συμπίεσης, συμπιέσεως, με συμπίεση, τη συμπίεση