Ścieniać στα ελληνικά

Μετάφραση: ścieniać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αραιώνω, λιγνός, αραιός, ψιλός
Ścieniać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • biomedyczny στα ελληνικά - βιοϊατρική, βιοϊατρικής, βιοϊατρικές, βιοϊατρικών, της βιοϊατρικής
  • dwudzielny στα ελληνικά - διμερής, διμερούς, διμερή, διμερείς, διμερές
  • dymny στα ελληνικά - καπνιστός, καπνιστή, smoky, καπνό, καπνιστού
  • intensyfikacja στα ελληνικά - επαύξηση, εντατικοποίηση, επίταση, εντατικοποίησης, η εντατικοποίηση, την εντατικοποίηση
Τυχαίες λέξεις
Ścieniać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αραιώνω, λιγνός, αραιός, ψιλός