Żachnąć στα ελληνικά
Μετάφραση: żachnąć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φρουμάζω, φύσημα, φυσώ, ρουθουνίζω, ρωθώνισμα, ξεφυσώ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bojówkarz στα ελληνικά - μαχητικός, στρατευμένος, μαχητική, μαχητικές, στρατευμένη
- elewacja στα ελληνικά - ύψωση, ανάδειξη, ανύψωση, υψόμετρο, αύξηση, όψη, ανύψωσης
- galareta στα ελληνικά - ζελές, ζελέ, πολτός, πολτό, πηκτή, ζελατίνας
- gratka στα ελληνικά - αναπάντεχη τύχη, απροσδόκητο καλό, απροσδόκητα, καταιγίδες, απροσμενα δωρα
Τυχαίες λέξεις
Żachnąć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φρουμάζω, φύσημα, φυσώ, ρουθουνίζω, ρωθώνισμα, ξεφυσώ
Μεταφράσεις: φρουμάζω, φύσημα, φυσώ, ρουθουνίζω, ρωθώνισμα, ξεφυσώ