Żarzyć στα ελληνικά
Μετάφραση: żarzyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυρακτώνομαι, φεγγοβολώ, λάμψη, ξεπυρώνω, πυρακτώνω, ανοπτώ, ανόπτονται, ανοπτηθούν
Μεταφράσεις
- bzowy στα ελληνικά - γέροντας, πρεσβύτερος, Γέροντα, Elder, των ηλικιωμένων
- determinacja στα ελληνικά - οδηγώ, αποφασιστικότητα, προσδιορισμός, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
- diagonalny στα ελληνικά - διαγώνιος, διαγώνια, διαγώνιο, διαγωνίου, διαγώνιες
- dorobek στα ελληνικά - σπίτι, περιουσία, παραγωγή, απόκτηση, ευτυχία, απόκτημα, ακίνητο, ...
Τυχαίες λέξεις
Żarzyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυρακτώνομαι, φεγγοβολώ, λάμψη, ξεπυρώνω, πυρακτώνω, ανοπτώ, ανόπτονται, ανοπτηθούν
Μεταφράσεις: πυρακτώνομαι, φεγγοβολώ, λάμψη, ξεπυρώνω, πυρακτώνω, ανοπτώ, ανόπτονται, ανοπτηθούν