Żołądkować στα ελληνικά
Μετάφραση: żołądkować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καυσαέριο, καπνός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- banalność στα ελληνικά - πεζότητα, κοινοτοπία, κοινοτυπία, κοινοτυπίας, κοινοτοπίας, της κοινοτοπίας
- ciąg στα ελληνικά - χωμένος, μπήγω, διαδρομή, διαδοχή, βύθισμα, πιάτο, πλεύση, ...
- dysharmonia στα ελληνικά - έλλειψη αρμονίας, δυσαρμονία, δυσαρμονίας, η δυσαρμονία, τη δυσαρμονία
- enharmoniczny στα ελληνικά - εναρμονική
Τυχαίες λέξεις
Żołądkować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καυσαέριο, καπνός
Μεταφράσεις: καυσαέριο, καπνός