Akumulować στα ελληνικά

Μετάφραση: akumulować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποθησαυρίζω, συσσωρεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
Akumulować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akumulacja στα ελληνικά - συσσώρευση, συρροή, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση
  • akumulator στα ελληνικά - μπαταρία, συστοιχία, μπαταρίας, της μπαταρίας, μπαταριών, συσσωρευτή
  • akupresura στα ελληνικά - acupressure, πιεσοθεραπεία, βελονισμός, το acupressure, βελονισμού
  • akupunktura στα ελληνικά - βελονισμός, βελονισμού, βελονισμό, ο βελονισμός, το βελονισμό
Τυχαίες λέξεις
Akumulować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποθησαυρίζω, συσσωρεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί