Αποθησαυρίζω στα πολωνικά
Μετάφραση: αποθησαυρίζω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zbierać, nagromadzić, gromadzić, akumulować, Assam, Asam
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποθησαυρίζω
αποθησαυρίζω συνώνυμο, αποθησαυρίζω λεξικό γλώσσας πολωνικά, αποθησαυρίζω στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- αποθαρρύνω στα πολωνικά - odwodzić, odbierać, zrażać, zniechęcić, zniechęcać, zrazić, razić, ...
- αποθηκεύω στα πολωνικά - magazynować, składować, dzieża, sklepik, przechowanie, skład, przetrzymywanie, ...
- αποθνήσκω στα πολωνικά - ciągadło, mrzeć, umierać, konać, kokila, zdychać, zamierać, ...
- αποικία στα πολωνικά - osada, kolonia, kolonii, kolonią, kolonię, kolonie
Τυχαίες λέξεις
Αποθησαυρίζω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zbierać, nagromadzić, gromadzić, akumulować, Assam, Asam
Μεταφράσεις: zbierać, nagromadzić, gromadzić, akumulować, Assam, Asam