Amplifikować στα ελληνικά
Μετάφραση: amplifikować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερβάλλω, παραλέω, μεγεθύνω, μεγεθύνετε, μεγέθυνση, μεγεθύνει, μεγεθύνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amperozwój στα ελληνικά - Αμπέρ, Ampere, τιμή αμπέρ, του Ampere, τιμή σε Αμπέρ
- amplifikator στα ελληνικά - ενισχυτής, ενισχυτή, του ενισχυτή, ενισχυτού, ενισχυτών
- amplituda στα ελληνικά - εύρος, πλάτος, πλάτους, εύρους, το πλάτος
- amputacja στα ελληνικά - ακρωτηριασμός, αποκοπή, ακρωτηριασμό, ακρωτηριασμού, ο ακρωτηριασμός, τον ακρωτηριασμό
Τυχαίες λέξεις
Amplifikować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερβάλλω, παραλέω, μεγεθύνω, μεγεθύνετε, μεγέθυνση, μεγεθύνει, μεγεθύνουν
Μεταφράσεις: υπερβάλλω, παραλέω, μεγεθύνω, μεγεθύνετε, μεγέθυνση, μεγεθύνει, μεγεθύνουν