Anulować στα ελληνικά
Μετάφραση: anulować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδειάζω, ματαιώνω, ανακαλώ, αποβάλλω, εκκενώνω, μειώνω, ακυρώνω, ξεκουμπώνω, ανατρέπω, εξαλείφω, διαγράφω, κοπάζω, σκοτώνω, ακυρώσει, ακυρώσετε, να ακυρώσει, ακυρώσετε την, να ακυρώσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antywojenny στα ελληνικά - αντιπολεμικό, αντιπολεμική, αντιπολεμικά, αντιπολεμικών, αντιπολεμικού
- anulowanie στα ελληνικά - ακύρωση, ακυρώνω, ακύρωσης, περίπτωση ακύρωσης, την ακύρωση, σε περίπτωση ακύρωσης
- anyż στα ελληνικά - γλυκάνισο, γλυκάνισου, ανίσου, άνισου, άνισο
- anyżowy στα ελληνικά - ανισικός, ανισικής, ανισική, ανισικό, ανισικού
Τυχαίες λέξεις
Anulować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδειάζω, ματαιώνω, ανακαλώ, αποβάλλω, εκκενώνω, μειώνω, ακυρώνω, ξεκουμπώνω, ανατρέπω, εξαλείφω, διαγράφω, κοπάζω, σκοτώνω, ακυρώσει, ακυρώσετε, να ακυρώσει, ακυρώσετε την, να ακυρώσετε
Μεταφράσεις: αδειάζω, ματαιώνω, ανακαλώ, αποβάλλω, εκκενώνω, μειώνω, ακυρώνω, ξεκουμπώνω, ανατρέπω, εξαλείφω, διαγράφω, κοπάζω, σκοτώνω, ακυρώσει, ακυρώσετε, να ακυρώσει, ακυρώσετε την, να ακυρώσετε