Aproksymować στα ελληνικά
Μετάφραση: aproksymować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίπου, προσέγγιση, προσεγγίζονται, προσεγγιστεί, κατά προσέγγιση, προσεγγίζεται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aprobować στα ελληνικά - ανέχομαι, έκφραση, εγκρίνω, όψη, επιδοκιμάζω, εγκρίνει, εγκρίνουν, ...
- aproksymacja στα ελληνικά - προσέγγιση, προσεγγίσεως, προσέγγισης, την προσέγγιση
- aprowizator στα ελληνικά - τροφοδότης, προμηθευτής, ταγμένος, προμηθευτής τροφίμων, ταγμένος και, προμήθευε
- apsyda στα ελληνικά - αψίδα, αψίδας, κόγχη, αψίδα του
Τυχαίες λέξεις
Aproksymować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίπου, προσέγγιση, προσεγγίζονται, προσεγγιστεί, κατά προσέγγιση, προσεγγίζεται
Μεταφράσεις: περίπου, προσέγγιση, προσεγγίζονται, προσεγγιστεί, κατά προσέγγιση, προσεγγίζεται