Aresztowanie στα ελληνικά
Μετάφραση: aresztowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συλλαμβάνω, σπασμός, σύλληψη, ταραχή, φόβος, συλλάβει, συλλάβουν, σύλληψης, τη σύλληψη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- areszt στα ελληνικά - γόμφος, παρακράτηση, κοινός, φύλαξη, διάταξη, κηδεμονία, προσοχή, ...
- aresztant στα ελληνικά - κατάδικος, καταδικάζω, κατάδικο, κατάδικου, καταδίκων, κατάδικοι
- aresztować στα ελληνικά - κρατώ, συλλαμβάνω, καθυστερώ, σύλληψη, συλλάβει, συλλάβουν, σύλληψης, ...
- argentyt στα ελληνικά - argentite
Τυχαίες λέξεις
Aresztowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συλλαμβάνω, σπασμός, σύλληψη, ταραχή, φόβος, συλλάβει, συλλάβουν, σύλληψης, τη σύλληψη
Μεταφράσεις: συλλαμβάνω, σπασμός, σύλληψη, ταραχή, φόβος, συλλάβει, συλλάβουν, σύλληψης, τη σύλληψη