Bór στα ελληνικά
Μετάφραση: bór, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βόριο, βορίου, του βορίου, το βόριο, σε βόριο
Μεταφράσεις
- boniowanie στα ελληνικά - αγροτική ζωή, αγροτικού, του αγροτικού
- bonza στα ελληνικά - βουδιστή ιερέα, άλλο βουδιστή
- boraks στα ελληνικά - βόραξ, βόρακα, βόρακας, βορικό, βορικό νάτριο
- boran στα ελληνικά - βορικό, βορικού, βορικά, βορικών, βορικό άλας
Τυχαίες λέξεις
Bór στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βόριο, βορίου, του βορίου, το βόριο, σε βόριο
Μεταφράσεις: βόριο, βορίου, του βορίου, το βόριο, σε βόριο