Błogosławić στα ελληνικά

Μετάφραση: błogosławić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευλογώ, εκθειάζω, έπαινος, ευλογεί, ευλογήσει, να ευλογεί, ευλογούν
Błogosławić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • błogosławieństwo στα ελληνικά - ευλογία, την ευλογία, ευλογίες, ευλογίας, ευχή
  • błogosławiony στα ελληνικά - ευλογημένος, ευλογημένο, ευλογημένη, ευλογημένοι, ευλογημένα
  • błogość στα ελληνικά - ευδαιμονία, ευδαιμονίας, ευτυχία, ευτυχίας, μακαριότητα
  • błona στα ελληνικά - έργο, ταινία, φιλμ, μεμβράνη, μεμβράνης, της μεμβράνης, μεμβρανών
Τυχαίες λέξεις
Błogosławić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευλογώ, εκθειάζω, έπαινος, ευλογεί, ευλογήσει, να ευλογεί, ευλογούν