Błyskotliwy στα ελληνικά
Μετάφραση: błyskotliwy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λαμπερός, έξοχος, φανταστικός, σπιρτόζος, πνευματώδης, λουσάτος, λαμπρός, λαμπρή, λαμπρό, εξαιρετική, λαμπρά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- błyskotliwie στα ελληνικά - έξοχα, λαμπρά, άψογα, εξαιρετικά, έξυπνα
- błyskotliwość στα ελληνικά - λαμπρότητα, λάμψη, φωτεινότητα, τη λάμψη, λαμπρότητας
- błyskowy στα ελληνικά - αναλαμπή, φλας, αναβοσβήνει, να αναβοσβήνει, αναβοσβήνουν, που αναβοσβήνει, που αναβοσβήνουν
- błysnąć στα ελληνικά - αναλαμπή, φλας, για, σε, στο, να, με
Τυχαίες λέξεις
Błyskotliwy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λαμπερός, έξοχος, φανταστικός, σπιρτόζος, πνευματώδης, λουσάτος, λαμπρός, λαμπρή, λαμπρό, εξαιρετική, λαμπρά
Μεταφράσεις: λαμπερός, έξοχος, φανταστικός, σπιρτόζος, πνευματώδης, λουσάτος, λαμπρός, λαμπρή, λαμπρό, εξαιρετική, λαμπρά