Beczkować στα ελληνικά
Μετάφραση: beczkować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαρέλι, το βαρέλι, κύλινδρο, βαρελιού, κάννη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beczkarnia στα ελληνικά - βαρελοποίια
- beczkowaty στα ελληνικά - φουσκωτός, προεξογκούμενος
- beczkowy στα ελληνικά - φουσκωτός, προεξογκούμενος
- beczkowóz στα ελληνικά - βυτίο
Τυχαίες λέξεις
Beczkować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαρέλι, το βαρέλι, κύλινδρο, βαρελιού, κάννη
Μεταφράσεις: βαρέλι, το βαρέλι, κύλινδρο, βαρελιού, κάννη