Bejcować στα ελληνικά
Μετάφραση: bejcować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τουρσί, κηλίδα, λεκιάζω, κάρι, κάρυ, κάρρυ, curry, με κάρυ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- behawioryzm στα ελληνικά - συμπεριφορισμού, συμπεριφορισμό, Συμπεριφορισμός, ο συμπεριφορισμός, το συμπεριφορισμό
- bejca στα ελληνικά - κηλίδα, λεκιάζω, δηκτικός, σαρκαστικός, προστύψεως, πρόστυμμα, πρόστυψης
- bek στα ελληνικά - βελάζω, του bek, το bek, τα bek
- bekas στα ελληνικά - μπεκατσίνι, βαλτομπεκάτσα, σκολόπαξ, μπεκάτσα, μπεκατσινιού, σκολοπακίδων
Τυχαίες λέξεις
Bejcować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τουρσί, κηλίδα, λεκιάζω, κάρι, κάρυ, κάρρυ, curry, με κάρυ
Μεταφράσεις: τουρσί, κηλίδα, λεκιάζω, κάρι, κάρυ, κάρρυ, curry, με κάρυ