Λέξη: αυτή

Σχετικές λέξεις: αυτή

αυτή η σελίδα δεν μπορεί να εμφανιστεί, αυτή καθαυτή, αυτή που περνάει, αυτή η νύχτα μένει ταινία, αυτή η νύχτα μένει, αυτή η αγάπη (θα τρελαθώ) πλούταρχος γιάννης, αυτή η επιμονή σου, αυτή είναι η βουλευτίνα που παραιτείται για να παίξει σε ταινία του σειρηνάκη, αυτή είναι η κοπέλα του γιούρι από το the voice, αυτή η ιστοσελίδα περιλαμβάνει βρόχο ανακατεύθυνσης

Συνώνυμα: αυτή

αυτήν, δικός της, αυτής, δικό της, εκείνη

Μεταφράσεις: αυτή

αυτή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
her, this, she, that, is, it

αυτή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ella, le, su, esto, sus, este, que, se, que ella

αυτή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ihre, ihrer, dieser, sie, dieses, ihr, dies, selbst, diese, sie sich

αυτή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
celle-ci, ceci, elle, lui, ses, sien, lequel, sa, cet, le, son, celui, celui-ci, ce, la, qu'elle, elle a

αυτή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
il, codesto, ella, suo, questo, lei, gli, essa, ciò, ha, che, si

αυτή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esta, ela, seu, isto, dela, este, daqui, seus, trinta, lhe, sua, barbear, suas, estou, que, que ela, se

αυτή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
'r, zijn, het, ze, zij, dat, haar, dit, hun, die, dat ze

αυτή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
душка, она, нынешний, данный, ей, что она, ее

αυτή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
det, disse, henne, den, hun, at hun

αυτή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hennes, henne, hon, att hon, som hon

αυτή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toi, tämän, hän, tämä, se, sen, tätä, tällä, tästä, hänen, hänellä

αυτή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hende, denne, hun, sine, hendes, den, sin, at hun

αυτή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
své, ji, jí, ona, svůj, ten, tento, její, se, že, si

αυτή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tęgo, ona, że, jej, roku

αυτή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ő, azt, lány, a lány, nő

αυτή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ol, ona, bu, o, diye, onun, kadın

αυτή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
її, оцей, вона, ця, це, свій, цей

αυτή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ky, kjo, ajo, që ajo, ajo e, se, se ajo

αυτή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тя, това, ето, че, тя се, й

αυτή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
яна

αυτή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
oma, see, tema, ta, teda, et ta, tal, on ta

αυτή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ona, njena, tu, taj, ova, njezin, joj, ovaj, njen, njoj, tom, njenih, to, je, da, je ona, se

αυτή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hún, sinn, þessi, hana, hennar, að hún, sem hún

αυτή στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
hoc, suus, hic

αυτή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ji, jai, jis, jos

αυτή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
viņa, viņai, viņas

αυτή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
таа, таа се, што, таа го, го

αυτή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ea, dumneaei, aceasta, acest, a, ea a, că, se

αυτή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ji, ta, ten, ona, jí, této, ni, žena, to, je, se je, bila

αυτή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tomu, ten, toto, jej, tento, žena, ona, ta

Στατιστικά δημοτικότητας: αυτή

Τυχαίες λέξεις