Beknięcie στα ελληνικά

Μετάφραση: beknięcie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρέψιμο, burp
Beknięcie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bekas στα ελληνικά - μπεκατσίνι, βαλτομπεκάτσα, σκολόπαξ, μπεκάτσα, μπεκατσινιού, σκολοπακίδων
  • bekhend στα ελληνικά - backhand, ρεβέρ, το backhand, backhand του, πίσω χέρι
  • bekon στα ελληνικά - μπέικον, μπέϊκον, το μπέικον, το μπέϊκον
  • bekowisko στα ελληνικά - αυλάκι, αποτελμάτωση, τέλμα, πεπατημένη, βαρβατίλα
Τυχαίες λέξεις
Beknięcie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρέψιμο, burp