Bezpłatnie στα ελληνικά
Μετάφραση: bezpłatnie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δωρεάν, αυτεξούσιος, τσάμπα, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
Μεταφράσεις
- bezprzykładny στα ελληνικά - απαραδειγματιστός, πρωτάκουστων, παλιών, πρωτοφανή, παλιών ή
- bezpyłowy στα ελληνικά - χωρίς σκόνη, σκόνη, απαλλαγμένο από σκόνη, χωρίς σκόνες
- bezpłatny στα ελληνικά - δωρεάν, αυτεξούσιος, επίτιμος, φιλοφρονητικός, τιμητικός, τσάμπα, ελεύθερη, ...
- bezpłciowo στα ελληνικά - αγενώς, αγενή, ασεξουαλικά, αγενή αναπαραγωγή, αφυλετικά
Τυχαίες λέξεις
Bezpłatnie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δωρεάν, αυτεξούσιος, τσάμπα, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
Μεταφράσεις: δωρεάν, αυτεξούσιος, τσάμπα, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης