Bezsenny στα ελληνικά
Μετάφραση: bezsenny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανυπόμονος, αγχώδης, ανήσυχος, άγρυπνος, άυπνος, ακοίμητος, άγρυπνες, άγρυπνη
Μεταφράσεις
- bezręki στα ελληνικά - χωρίς χέρια, armless, άχειρας, χωρίς βραχίονες, εκδοχές χωρίς
- bezsenność στα ελληνικά - αϋπνία, αϋπνίας, την αϋπνία, της αϋπνίας, η αϋπνία
- bezsens στα ελληνικά - ανοησίες, βλακείες, νοήματος, meaninglessness, απουσία νοήματος, η απουσία νοήματος
- bezsensownie στα ελληνικά - παράλογα, παράλογο, παράλογη, παράδοξο, παράδοξο τρόπο
Τυχαίες λέξεις
Bezsenny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανυπόμονος, αγχώδης, ανήσυχος, άγρυπνος, άυπνος, ακοίμητος, άγρυπνες, άγρυπνη
Μεταφράσεις: ανυπόμονος, αγχώδης, ανήσυχος, άγρυπνος, άυπνος, ακοίμητος, άγρυπνες, άγρυπνη