Bezwzględny στα ελληνικά

Μετάφραση: bezwzględny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αληθινός, δριμύς, προστακτική, αυστηρός, άσπλαχνος, απόλυτος, πραγματικός, σοβαρός, άτεγκτος, αδίστακτος, ανελέητος, αδιάλλακτος, σκληρός, άκαμπτος, σέρτικος, δύσκολος, ανηλεής, αδίστακτη, αδίστακτο, ανελέητη
Bezwzględny στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezwzględnie στα ελληνικά - αυστηρά, τελείως, απολύτως, απόλυτα, εντελώς, είναι απολύτως, οπωσδήποτε
  • bezwzględność στα ελληνικά - αυστηρότητα, ασπλαχνιά, σκληρότητα, στυγνό χαρακτήρα, στυγνό, ασπλαχνία
  • bezwład στα ελληνικά - αδράνεια, αδράνειας, αδρανείας, την αδράνεια, της αδράνειας
  • bezwładnie στα ελληνικά - χαλαρά
Τυχαίες λέξεις
Bezwzględny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αληθινός, δριμύς, προστακτική, αυστηρός, άσπλαχνος, απόλυτος, πραγματικός, σοβαρός, άτεγκτος, αδίστακτος, ανελέητος, αδιάλλακτος, σκληρός, άκαμπτος, σέρτικος, δύσκολος, ανηλεής, αδίστακτη, αδίστακτο, ανελέητη