Biegły στα ελληνικά
Μετάφραση: biegły, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτήδειος, ειδικός, έντεχνος, προχωρημένος, εμπειρογνώμων, επιδέξιος, άπταιστος, εμπειρογνώμονας, ικανός, καλά, ικανοί, κατέχουν, ικανό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- biegus στα ελληνικά - Εγγύς, κοντινού, σχεδόν χωρίς καμία μεταβολή
- biegłość στα ελληνικά - ικανότητα, επιδεξιότητα, τέχνη, φιλοτεχνία, επάρκειας, ικανότητας, επάρκεια, ...
- biel στα ελληνικά - λευκό, άσπρος, λευκός, λευκή, άσπρο, λευκά, λευκού
- bielactwo στα ελληνικά - αλβινισμός, albinism, Αλφισμός, λευκοπάθεια, αλμπινισμό
Τυχαίες λέξεις
Biegły στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτήδειος, ειδικός, έντεχνος, προχωρημένος, εμπειρογνώμων, επιδέξιος, άπταιστος, εμπειρογνώμονας, ικανός, καλά, ικανοί, κατέχουν, ικανό
Μεταφράσεις: επιτήδειος, ειδικός, έντεχνος, προχωρημένος, εμπειρογνώμων, επιδέξιος, άπταιστος, εμπειρογνώμονας, ικανός, καλά, ικανοί, κατέχουν, ικανό