Bluźnić στα ελληνικά

Μετάφραση: bluźnić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκλεισμός, αποκλείω, απαγόρευση, απαγορεύω, βλασφημώ, βλαφημήση, βλασφημήσεις, βλασφημήσουν, βλασφημούν
Bluźnić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bluźnierczy στα ελληνικά - βλάσφημος, βλάσφημο, βλάσφημη, βλάσφημες, βλάσφημα
  • bluźnierstwo στα ελληνικά - βλασφημία, βλασφημίας, τη βλασφημία, περί βλασφημίας, της βλασφημίας
  • bo στα ελληνικά - γιατί, διότι, επειδή, λόγω
  • boa στα ελληνικά - βοάς, γούνα του λαιμού, Boa, Μπόα, Μποα
Τυχαίες λέξεις
Bluźnić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκλεισμός, αποκλείω, απαγόρευση, απαγορεύω, βλασφημώ, βλαφημήση, βλασφημήσεις, βλασφημήσουν, βλασφημούν