Budować στα ελληνικά
Μετάφραση: budować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικοδομώ, ορθώνω, χτίζω, κατασκευάζω, υψώνω, ανατρέφω, κορμοστασιά, ανάστημα, μπόι, αναστηλώνω, σηκώνω, ανεγείρω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- budowa στα ελληνικά - κτήριο, κορμοστασιά, πλοίο, συνήθεια, έκθεση, ανέγερση, υφή, ...
- budowanie στα ελληνικά - χτίζω, κατασκευή, ανάστημα, κορμοστασιά, ανέγερση, μπόι, κτίριο, ...
- budowla στα ελληνικά - κτήριο, υφή, ανέγερση, δομή, κατασκευή, κτίριο, κτιρίου, ...
- budowlany στα ελληνικά - κτίριο, κτιρίου, κτήριο, κτηρίου, οικοδόμηση
Τυχαίες λέξεις
Budować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικοδομώ, ορθώνω, χτίζω, κατασκευάζω, υψώνω, ανατρέφω, κορμοστασιά, ανάστημα, μπόι, αναστηλώνω, σηκώνω, ανεγείρω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Μεταφράσεις: οικοδομώ, ορθώνω, χτίζω, κατασκευάζω, υψώνω, ανατρέφω, κορμοστασιά, ανάστημα, μπόι, αναστηλώνω, σηκώνω, ανεγείρω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει