Λέξη: δοκίμια
Σχετικές λέξεις: δοκίμια
δοκίμια γ λυκείου, δοκίμια πολιτικής, δοκίμια για τη φιλία, δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων, δοκίμια σκυροδέματος, δοκίμια για την ελευθερία, δοκίμια για τη γλώσσα, δοκίμια για τη νέα ελληνική αρχιτεκτονική, δοκίμια για την έκθεση, δοκίμια για την τέχνη
Μεταφράσεις: δοκίμια
δοκίμια στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
essay, essays, samples, specimens, cores, pieces
δοκίμια στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
probar, composición, ensayo, catar, ensayos, los ensayos, ensayos de, de ensayos
δοκίμια στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
versuch, schulaufsatz, essay, abhandlung, probieren, versuchen, Aufsätze, Essays, Aufsätzen, Abhandlungen, Versuche
δοκίμια στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
manipulation, épreuve, composition, gradin, tentative, thèse, tenter, expérience, traité, dissertation, essais, Essays, des essais, Intro, Intro À
δοκίμια στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tentativo, saggio, prova, esperimento, saggi, prove, trattati, testi, saggistica
δοκίμια στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
provar, experimentar, ensaiar, essays, ensaios, redações, ensaios de, composições
δοκίμια στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitproberen, beproeven, poging, trachten, essay, dissertatie, proberen, proefschrift, toetsen, proef, stelling, aanpassen, essays, pogingen, opstellen, verhandelingen
δοκίμια στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
реферат, пытаться, опробование, статья, этюд, пробовать, стараться, очерк, эссе, Очерки, сочинения, очерков
δοκίμια στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
prøve, forsøk, stil, essays, essay, essayer, essayene
δοκίμια στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
essäer, uppsatser, uppsats
δοκίμια στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
koetella, essee, aine, yritys, koe, koettaa, yrittää, tutkielma, esseitä, esseet, esseetä, esseiden, esseen
δοκίμια στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
essay, prøve, stil, essays, stile, afhandlinger
δοκίμια στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pokus, kompozice, zkouška, esej, eseje, esejů, esejí
δοκίμια στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szkic, rozprawka, wypracowanie, próba, esej, eseje, esejów, Wypracowania, szkice
δοκίμια στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
esszé, esszék, esszéket, Essays, tanulmányok, esszét
δοκίμια στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
denemek, deneme, denemeler, makaleler, denemeleri, yazıları
δοκίμια στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нарис, намагатися, стаття, есе, есеї, есеїв, ессе
δοκίμια στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mundohem, ese, esetë, eseve, esetë e, eseve të
δοκίμια στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
есе, опитвам, пробвам, очерк, есета, есетата, съчинения
δοκίμια στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эсэ, эссе
δοκίμια στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
proov, essee, proovitrükk, esseed, esseesid, esseede, esseid
δοκίμια στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sastav, pokušaj, esej, eseji, eseja, eseje, radovi, zadatka
δοκίμια στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grein, ritgerðir, ritgerðum, Ritgerð, Ritgerðirnar
δοκίμια στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rašinys, tikrinti, esė, rašiniai, rašinius, rašinių
δοκίμια στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sacerējums, pārbaudīt, eseja, mēģināt, esejas, apceres, apceres var, eseju
δοκίμια στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
есеј, есеи, есеите, есеистика, роман
δοκίμια στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
eseu, eseuri, eseurile, de eseuri, referate, eseurilor
δοκίμια στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
esej, eseji, eseje, esejev, spisi, esejistika
δοκίμια στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
esej, eseje
Τυχαίες λέξεις