Λέξη: δοκίμιο

Σχετικές λέξεις: δοκίμιο

δοκίμιο ιστορίας του κκε, δοκίμιο περί ανθρώπινης βλακείας, δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση, δοκίμιο γ λυκείου, δοκίμιο περί βλακείας, δοκίμιο περί ανθρώπινης βλακείας του cipolla carlo, δοκίμιο ασκήσεις, δοκίμιο περί ανθρώπινης βλακείας pdf, δοκίμιο ορισμός, δοκίμιο ιστορίασ του κκε β τόμοσ

Συνώνυμα: δοκίμιο

απόδειξη, πειστήριο, δοκιμή, δοκιμασία, έλεγχος

Μεταφράσεις: δοκίμιο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
essay, proof, specimen, test piece, sample
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
composición, ensayo, catar, probar, prueba, la prueba, prueba de, pruebas, a prueba
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
versuchen, essay, abhandlung, versuch, schulaufsatz, probieren, Beweis, Nachweis, fest
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tentative, traité, manipulation, thèse, épreuve, dissertation, composition, gradin, tenter, expérience, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
saggio, tentativo, prova, esperimento, la prova, prova di, a prova, dimostrazione
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
provar, ensaiar, experimentar, prova, prova de, à prova, a prova, uma prova
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanpassen, trachten, beproeven, toetsen, stelling, poging, proberen, uitproberen, essay, proef, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пробовать, реферат, пытаться, очерк, опробование, стараться, этюд, статья, доказательство, доказательством, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stil, prøve, forsøk, bevis, proof, bevis på, sikker, beviset
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bevis, bevis på, bevis för, säker
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
koetella, koettaa, tutkielma, essee, yritys, koe, yrittää, aine, todiste, todisteet, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
essay, stil, prøve, bevis, dokumentation, bevis for, beviser, beviset
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zkouška, esej, kompozice, pokus, důkaz, důkazem, doklad, odolné
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szkic, wypracowanie, rozprawka, esej, próba, dowód, dowodem, dowodu, odporne
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
esszé, bizonyíték, bizonyítási, bizonyítékot, igazolást, bizonyítéka
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
denemek, deneme, kanıt, dayanıklı, geçirmez, kanıtı, kanıtıdır
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нарис, намагатися, стаття, доказ, підтвердження, доведення, докази, доказом
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mundohem, provë, dëshmi, prova, provë e, dëshmi e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пробвам, есе, опитвам, очерк, доказателство, доказване, доказателства, доказателство за
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
доказ, доказам, доказы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
essee, proov, proovitrükk, tõend, tõendid, tõendeid, tõendi, tõendit
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sastav, pokušaj, esej, dokaz, dokaza, dokazi, potvrda, je dokaz
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grein, sönnun, sönnun þess, sannanir, sönnun fyrir
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
esė, rašinys, tikrinti, įrodymas, įrodymų, įrodymai, įrodymą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sacerējums, pārbaudīt, mēģināt, eseja, pierādījums, pierādījumu, apliecinājums, pierādījumi, proof
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
есеј, доказ, докажување, докази, доказ за, доказот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
eseu, dovadă, dovada, dovezi, probei, o dovadă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
esej, proof, dokaz, dokazilo, dokazila
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
esej, dôkaz, dôkazy, dôkaz o, dôkaz o tom, doklad

Στατιστικά δημοτικότητας: δοκίμιο

Τυχαίες λέξεις