Cedować στα ελληνικά
Μετάφραση: cedować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναθέτω, αποδίδω, μεταδίδω, διαβιβάζω, μεταβιβάζω, διορίζω, παραχωρήσει, εκχωρήσει, παραχωρήσουν, εκχωρούν, εκχωρήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cechowy στα ελληνικά - της συντεχνίας, του τάγματος
- cedent στα ελληνικά - εντολέας, εντολοδότης, εκχωρητή, εκχωρητής, μεταβιβάσαντα
- cedr στα ελληνικά - κέδρος, κέδρου, κέδρο, κέδρους, κέδρων
- cedrat στα ελληνικά - κίτρο, Citron, κίτρου, κίτρων, κιτριάς
Τυχαίες λέξεις
Cedować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναθέτω, αποδίδω, μεταδίδω, διαβιβάζω, μεταβιβάζω, διορίζω, παραχωρήσει, εκχωρήσει, παραχωρήσουν, εκχωρούν, εκχωρήσουν
Μεταφράσεις: αναθέτω, αποδίδω, μεταδίδω, διαβιβάζω, μεταβιβάζω, διορίζω, παραχωρήσει, εκχωρήσει, παραχωρήσουν, εκχωρούν, εκχωρήσουν