Cenzor στα ελληνικά
Μετάφραση: cenzor, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λογοκριτής, λογοκρίνω, λογοκρισία, λογοκρίνει, λογοκριτή, λογοκρίνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- centym στα ελληνικά - εκατοστό, centime, σαντίμ
- centymetr στα ελληνικά - εκατοστόμετρο, εκατοστό, εκατοστών, εκατοστού, εκατοστά
- cenzorski στα ελληνικά - αυστηρός, επικριτικός, επιτιμητικός, φιλοκατήγοροι, στηλιτευτικά
- cenzura στα ελληνικά - λογοκρισία, λογοκρισίας, τη λογοκρισία, η λογοκρισία, της λογοκρισίας
Τυχαίες λέξεις
Cenzor στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λογοκριτής, λογοκρίνω, λογοκρισία, λογοκρίνει, λογοκριτή, λογοκρίνουν
Μεταφράσεις: λογοκριτής, λογοκρίνω, λογοκρισία, λογοκρίνει, λογοκριτή, λογοκρίνουν