Chełpliwy στα ελληνικά
Μετάφραση: chełpliwy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καμαρωτός, ματαιόδοξος, ματαιόδοξη, ματαιόδοξοι, κενόδοξος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chełpliwie στα ελληνικά - boastfully
- chełpliwość στα ελληνικά - γκελ, κομπασμός, τον κομπασμό, κομπασμό, κομπορρημοσύνη που
- chichot στα ελληνικά - νευρικό γέλιο, χαζογελώ, κιχλίζω, giggle, γελάκι
- chichotanie στα ελληνικά - νευρικό γέλιο, χαζογελώ, κιχλίζω, giggle, γελάκι
Τυχαίες λέξεις
Chełpliwy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καμαρωτός, ματαιόδοξος, ματαιόδοξη, ματαιόδοξοι, κενόδοξος
Μεταφράσεις: καμαρωτός, ματαιόδοξος, ματαιόδοξη, ματαιόδοξοι, κενόδοξος