Chorować στα ελληνικά
Μετάφραση: chorować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποφέρω, πάσχω, ψεύδομαι, κείμαι, παθαίνω, πονώ, ενοχλώ, Ail
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chorobowość στα ελληνικά - επικράτηση, νοσηρότητα, νοσηρότητας, τη νοσηρότητα, της νοσηρότητας, θνησιμότητας
- chorobowy στα ελληνικά - νοσηρός, νοσηρή, νοσηρές, morbid, νοσογόνο
- chorowitość στα ελληνικά - αναγούλα, καχεξία, φιλασθένεια, ασθενικότης, νοσηρότητας
- chorowity στα ελληνικά - φιλάσθενος, ασθενικός, ασθενικά, ασθενικό, αρρωστημένο
Τυχαίες λέξεις
Chorować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποφέρω, πάσχω, ψεύδομαι, κείμαι, παθαίνω, πονώ, ενοχλώ, Ail
Μεταφράσεις: υποφέρω, πάσχω, ψεύδομαι, κείμαι, παθαίνω, πονώ, ενοχλώ, Ail