Chwytliwy στα ελληνικά
Μετάφραση: chwytliwy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καραμέλα, γλυκός, συναρπαστικός, πιασάρικα, πιασάρικο, ελκυστικό, catchy
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chwytanie στα ελληνικά - αιχμαλωτίζω, αιχμαλωσία, πιάσιμο, κατανόηση, αντίληψη, έλεγχό, κρατάτε
- chwytać στα ελληνικά - σφίγγω, αμπάρι, κρατώ, πιάνω, τσίμπημα, δάγκωμα, δραστηριοποιούμαι, ...
- chwytnik στα ελληνικά - τσιμπίδα, λαβίς, ταναλιες, ταναλιών, τσιμπίδες
- chwytny στα ελληνικά - συλλήψιμος, συλληπτήριο, συλληπτήριοι, συλληπτήριου, συλληπτήριος
Τυχαίες λέξεις
Chwytliwy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καραμέλα, γλυκός, συναρπαστικός, πιασάρικα, πιασάρικο, ελκυστικό, catchy
Μεταφράσεις: καραμέλα, γλυκός, συναρπαστικός, πιασάρικα, πιασάρικο, ελκυστικό, catchy