Ciąć στα ελληνικά
Μετάφραση: ciąć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόψιμο, κουρεύω, πόρπη, αποφάγια, κοπή, συνδετήρας, ψαλιδίζω, εγκοπή, κόβω, πετσοκόβω, τομή, περικοπή, κομμένα, κοπής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ciągłość στα ελληνικά - ενδελέχεια, ειρμός, συνέχεια, συνέχειας, τη συνέχεια, η συνέχεια, συνέχιση
- ciągły στα ελληνικά - συνεχής, παντοτινός, ωριαίος, αδιάκοπος, συνεπής, ενδελεχής, σταθερός, ...
- ciąża στα ελληνικά - εγκυμοσύνη, κύηση, κυοφορία, εγκυμοσύνης, της εγκυμοσύνης, κύησης
- ciążenie στα ελληνικά - βαρύτητα, τάση, την τάση, τάσης, η τάση, ροπή
Τυχαίες λέξεις
Ciąć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόψιμο, κουρεύω, πόρπη, αποφάγια, κοπή, συνδετήρας, ψαλιδίζω, εγκοπή, κόβω, πετσοκόβω, τομή, περικοπή, κομμένα, κοπής
Μεταφράσεις: κόψιμο, κουρεύω, πόρπη, αποφάγια, κοπή, συνδετήρας, ψαλιδίζω, εγκοπή, κόβω, πετσοκόβω, τομή, περικοπή, κομμένα, κοπής