Czyn στα ελληνικά

Μετάφραση: czyn, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δράση, αγωγή, πράξη, θέληση, διάβημα, βούληση, επενέργεια, δράσης, προσφυγή, ενέργεια, ενέργειες
Czyn στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • czy στα ελληνικά - είτε, εάν, ή, αν, πόσον, κατά πόσον
  • czyhać στα ελληνικά - ενέδρα, ψάχνω, παραμονεύω, αναζητώ, καρτέρι, ψάρι, δόλιος, ...
  • czynel στα ελληνικά - κύμβαλο, κύμβαλον, cymbal, πιατίνι, κυμβάλου
  • czynić στα ελληνικά - κάνω, ενεργοποιώ, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν
Τυχαίες λέξεις
Czyn στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δράση, αγωγή, πράξη, θέληση, διάβημα, βούληση, επενέργεια, δράσης, προσφυγή, ενέργεια, ενέργειες