Βούληση στα πολωνικά

Μετάφραση: βούληση, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
czyn, wola, będzie, będą, woli
Βούληση στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βούληση

δικαιοπρακτική βούληση, βούληση περίθαλψης εν αδυναμία, ελεύθερη βούληση, κατά βούληση, βούληση για δύναμη, βούληση λεξικό γλώσσας πολωνικά, βούληση στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • βουτώ στα πολωνικά - pogrążać, ugniatać, niuch, zagłębiać, pochylenie, dokuczać, wykradać, ...
  • βούλα στα πολωνικά - dostrzegać, buhaj, stempel, fok, kropka, pstrzyć, zalakować, ...
  • βούρτσα στα πολωνικά - pędzel, cyklina, zmieść, zamiatać, zmiotka, wyszczotkować, oczyszczać, ...
  • βούτυρο στα πολωνικά - maścić, omasta, masło, masła, butter, masłem, mas
Τυχαίες λέξεις
Βούληση στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: czyn, wola, będzie, będą, woli