Długotrwałość στα ελληνικά
Μετάφραση: długotrwałość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μήκος, βιωσιμότητα, αειφορία, βιωσιμότητας, αειφορίας, τη βιωσιμότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- długopis στα ελληνικά - στυλό, μάντρα, Πένες, ballpen, Στυλό
- długoterminowy στα ελληνικά - μακροπρόθεσμος, μακροπρόθεσμη, μακροχρόνια, μακροπρόθεσμες, μακροπρόθεσμων
- długotrwały στα ελληνικά - μακρύς, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς
- długowieczność στα ελληνικά - μακροβιότητα, μακροζωία, μακροζωίας, τη μακροζωία, διάρκεια ζωής
Τυχαίες λέξεις
Długotrwałość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μήκος, βιωσιμότητα, αειφορία, βιωσιμότητας, αειφορίας, τη βιωσιμότητα
Μεταφράσεις: μήκος, βιωσιμότητα, αειφορία, βιωσιμότητας, αειφορίας, τη βιωσιμότητα