Dźwięczeć στα ελληνικά

Μετάφραση: dźwięczeć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δαχτυλίδι, ήχος, κλαγγή, μάτι, φωνή, δακτυλίδι, γερός, ηχώ, σύγκρουση, διαφωνία, σύγκρουσης, συγκρούονται, σύγκρουσή
Dźwięczeć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dźwignąć στα ελληνικά - σηκώνω, ανύψωση, ανώθησης, ανεβοκατεβάσματος, ταλαντεύσεως
  • dźwięczenie στα ελληνικά - κουδούνισμα, κουδουνισμάτων, ηχητικό σήμα, το κουδούνισμα
  • dźwięczność στα ελληνικά - απήχηση, ηχηρότητα, ηχηρότης, ηχητικότητα, ηχηρότητας, την ηχηρότητα
  • dźwięczny στα ελληνικά - ηχηρός, ηχηρή, ηχηρά, ηχηρές, ηχητική
Τυχαίες λέξεις
Dźwięczeć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δαχτυλίδι, ήχος, κλαγγή, μάτι, φωνή, δακτυλίδι, γερός, ηχώ, σύγκρουση, διαφωνία, σύγκρουσης, συγκρούονται, σύγκρουσή