Dać στα ελληνικά

Μετάφραση: dać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ποδοκόπι, συνεισφέρω, πουρμπουάρ, παραδίνω, δίνω, αιχμή, ρεγάλο, δίνουν, να δώσει, δώσει, δώσουν, να
Dać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dawność στα ελληνικά - αρχαιότητα, την αρχαιότητα, αρχαιότητας, αρχαία
  • dawny στα ελληνικά - νωρίς, πρωτόγονος, παλαιός, περασμένος, γέρος, πρώην, πρώιμος, ...
  • dbale στα ελληνικά - φροντίδα, νοιαζόταν, φροντίζονται, φρόντισε, φροντίζεται
  • dbać στα ελληνικά - φροντίδα, φροντίζω, περίθαλψη, φροντίδας, περίθαλψης, προσοχή
Τυχαίες λέξεις
Dać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ποδοκόπι, συνεισφέρω, πουρμπουάρ, παραδίνω, δίνω, αιχμή, ρεγάλο, δίνουν, να δώσει, δώσει, δώσουν, να