Darować στα ελληνικά

Μετάφραση: darować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραδίνω, δώρο, παρουσιάζω, συγχώρηση, απαλλάσσω, συγχωρώ, παρών, παραβλέπω, χάρη, δίνω, δωρίσουν, δωρίσει, δωρεά, δωρίσετε, δωρεές
Darować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • darniować στα ελληνικά - χλοοτάπητας, SOD, της SOD, Η SOD, έτοιμου χλοοτάπητα
  • darowanie στα ελληνικά - ύφεση, άφεση, διαγραφής, τη διαγραφή, η διαγραφή
  • darowizna στα ελληνικά - επίδομα, δωρεά, χορηγώ, πεσκέσι, δώρο, επιχορηγώ, υποτροφία, ...
  • darowywać στα ελληνικά - συγχώρηση, συγγνώμη, χάρη, απονομή χάριτος, χάριτος
Τυχαίες λέξεις
Darować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραδίνω, δώρο, παρουσιάζω, συγχώρηση, απαλλάσσω, συγχωρώ, παρών, παραβλέπω, χάρη, δίνω, δωρίσουν, δωρίσει, δωρεά, δωρίσετε, δωρεές