Λέξη: καδένα

Σχετικές λέξεις: καδένα

καδένα μηχανής, σκαπτική καδένα, ονειροκρίτης καδένα, καδένα εκκεντροφόρου, κορνα αυτοκινήτου, καδένα ή ιμάντας, καδένα αγγλικά, χρυσή καδένα, καδένα αλουμινίου, καδένα χρονισμού

Συνώνυμα: καδένα

αλυσίδα, πυργοδέσποινα

Μεταφράσεις: καδένα

καδένα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chain, chatelaine, a chain, chain drive

καδένα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
encadenar, collar, cadena, cadena de, la cadena, de cadena, la cadena de

καδένα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kette, fessel, Kette, Ketten, Chain

καδένα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
enchaînent, attache, enchaînons, chaînette, enchaîner, enchaînez, chaîne, enchaînement, la chaîne, chaine, chaînes, à chaîne

καδένα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
catenina, vincolo, catena, catena di, della catena, chain, a catena

καδένα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corrente, cadeia, acorrentar, cadeia de, da cadeia, de cadeia

καδένα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ketting, keten, chain, keten van

καδένα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
цепочка, ряд, цепь, последовательность, вереница, перекрыть, заковывать, путы, оковы, приковывать, цепи, сеть, цепью

καδένα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjede, kjeden

καδένα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
länk, kedja, kedjan, chain

καδένα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vuorijono, kauppaketju, kaulaketju, vitjat, kytkeä, ketju, ketjun, ketjussa, ketjua

καδένα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kæde, lænke, kæden, chain

καδένα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spoutat, řetěz, řetízek, řetězec, řetězce, řetězcem, řetězu

καδένα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sieć, łańcuszek, skuć, łańcuch, ciąg, seria, kajdany, skuwać, łańcuchowy, łańcucha, łańcuchu, łańcuchem

καδένα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lánc, láncú, láncban, láncot, szénláncú

καδένα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zincir, zinciri, zincirli, zincirinin, zincirleme

καδένα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
низка, ланцюжок, ланцюг, перекрити, коло, цепь

καδένα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zinxhir, varg, zinxhiri, zinxhirit të, zinxhir të, të zinxhirit

καδένα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
верига, верижен, на веригата, верижна

καδένα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ланцуг, цепь, ланцужок

καδένα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aheldama, kett, ahela, ahelaga, keti, ahelas

καδένα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
niz, lancu, lanac, lanca, lancem, chain, lanaca

καδένα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
festi, keðja, keðju, keðjum

καδένα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vinculum, catena

καδένα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rakinti, grandinėlė, grandinė, grandinės, grandinę, tinklas, grandinėje

καδένα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
virkne, sērija, ķēde, ķēdes, ķēdē, ķēdi, ķēžu

καδένα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
синџирот, синџир, ланец, синџирот на, снабдување

καδένα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lanț, catenă, lanțului de, lanț de, cu catenă

καδένα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
veriga, verige, verigo, verigi

καδένα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
reťaz, reťazca, řetěz, reťaze, reťazec
Τυχαίες λέξεις